Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῖος
χῖ
χιτωνάριον
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιτών
χιών
χλάδω
χλαῖνα
χλαινίον
χλαινόω
χλαίνωμα
χλαμυδηφόρος
χλαμύδιον
χλαμυδοειδής
View word page
χιτωνίσκος
χιτωνίσκος χῐτωνίσκος, ὁ, Dim. of χιτών a short frock, worn by men, Ar., Xen., etc.; of women, a shift, Dem.
ShortDef
a short frock
Debugging
Headword:
χιτωνίσκος
Headword (normalized):
χιτωνίσκος
Headword (normalized/stripped):
χιτωνισκος
IDX:
35754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35795
Key:
xitwni/skos
Data
{'content': 'χιτωνίσκος\n χῐτωνίσκος, ὁ,\n Dim. of χιτών\n a short frock, worn by men, Ar., Xen., etc.; of women, a shift, Dem.', 'key': 'xitwni/skos'}