Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄξων
ἄοζος
ἀοιδή
ἀοιδιάω
ἀοίδιμος
ἀοιδοθέτης
ἀοιδομάχος
ἀοιδοπόλος
ἀοιδός
ἀοιδοτόκος
ἀοίκητος
ἄοικος
ἄοινος
ἄοκνος
ἀολλής
ἀολλίζω
ἄοπλος
ἀόρατος
ἀοργησία
ἀόργητος
ἀόριστος
View word page
ἀοίκητος
ἀοίκητος οἰκέω uninhabited, Hdt. houseless, Dem.
ShortDef
uninhabited
Debugging
Headword:
ἀοίκητος
Headword (normalized):
ἀοίκητος
Headword (normalized/stripped):
αοικητος
IDX:
3578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3579
Key:
a)oi/khtos
Data
{'content': 'ἀοίκητος\n οἰκέω\n uninhabited, Hdt.\n houseless, Dem.', 'key': 'a)oi/khtos'}