Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
χιόνεος
χιονίζω
χιονόβλητος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῖος
χῖ
χιτωνάριον
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιτών
χιών
χλάδω
χλαῖνα
View word page
χιονώδης
χιονώδης χιον-ώδης, ες εἶδος like snow, snowy, Eur.

ShortDef

like snow, snowy

Debugging

Headword:
χιονώδης
Headword (normalized):
χιονώδης
Headword (normalized/stripped):
χιονωδης
IDX:
35748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35789
Key:
xionw/dhs

Data

{'content': 'χιονώδης\n χιον-ώδης, ες\n εἶδος\n like snow, snowy, Eur.', 'key': 'xionw/dhs'}