Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
χιόνεος
χιονίζω
χιονόβλητος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῖος
χῖ
χιτωνάριον
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιτών
χιών
χλάδω
View word page
χιονόχρως
χιονόχρως χιονό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, with snow-white skin: snow-white, of a swan, Eur.
ShortDef
with snow-white skin: snow-white
Debugging
Headword:
χιονόχρως
Headword (normalized):
χιονόχρως
Headword (normalized/stripped):
χιονοχρως
IDX:
35747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35788
Key:
xiono/xrws
Data
{'content': 'χιονόχρως\n χιονό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,\n with snow-white skin: snow-white, of a swan, Eur.', 'key': 'xiono/xrws'}