Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
χιόνεος
χιονίζω
χιονόβλητος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῖος
χῖ
χιτωνάριον
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιτών
χιών
View word page
χιονοτρόφος
χιονοτρόφος χιονο-τρόφος, ον, = χιονοθρέμμων, Eur.
ShortDef
fostering snow
Debugging
Headword:
χιονοτρόφος
Headword (normalized):
χιονοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
χιονοτροφος
IDX:
35746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35787
Key:
xionotro/fos
Data
{'content': 'χιονοτρόφος\n χιονο-τρόφος, ον,\n = χιονοθρέμμων, Eur.', 'key': 'xionotro/fos'}