Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χιμαιροφόνος
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
χιόνεος
χιονίζω
χιονόβλητος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῖος
χῖ
χιτωνάριον
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιτών
View word page
χιονόκτυπος
χιονόκτυπος χιονό-κτῠπος, ον, τύπτω with κ inserted snow-beaten, Soph.
ShortDef
snow-beaten
Debugging
Headword:
χιονόκτυπος
Headword (normalized):
χιονόκτυπος
Headword (normalized/stripped):
χιονοκτυπος
IDX:
35745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35786
Key:
xiono/ktupos
Data
{'content': 'χιονόκτυπος\n χιονό-κτῠπος, ον,\n τύπτω with κ inserted\n snow-beaten, Soph.', 'key': 'xiono/ktupos'}