Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χιμαιροθύτης
χιμαιροφόνος
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
χιόνεος
χιονίζω
χιονόβλητος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῖος
χῖ
χιτωνάριον
χιτώνιον
χιτωνίσκος
View word page
χιονοθρέμμων
χιονοθρέμμων χιονο-θρέμμων, ονος, τρέφω fostering snow, snow-clad, Eur.
ShortDef
fostering snow, snow-clad
Debugging
Headword:
χιονοθρέμμων
Headword (normalized):
χιονοθρέμμων
Headword (normalized/stripped):
χιονοθρεμμων
IDX:
35744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35785
Key:
xionoqre/mmwn
Data
{'content': 'χιονοθρέμμων\n χιονο-θρέμμων, ονος,\n τρέφω\n fostering snow, snow-clad, Eur.', 'key': 'xionoqre/mmwn'}