χιονοθρέμμων
χιονοθρέμμων
χιονο-θρέμμων, ονος,
τρέφω
fostering snow, snow-clad, Eur.
{
"content": "χιονοθρέμμων\n χιονο-θρέμμων, ονος,\n τρέφω\n fostering snow, snow-clad, Eur.",
"key": "xionoqre/mmwn"
}