Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Χιλώνειος
χίμαιρα
χιμαιροθύτης
χιμαιροφόνος
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
χιόνεος
χιονίζω
χιονόβλητος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῖος
χῖ
χιτωνάριον
View word page
χιονίζω
χιονίζω χιονίζω, to snow upon, cover with snow: impers., ἐχιόνιζε τὴν χώρην it was snowing over the country, Hdt.: εἰ ἐχιόνιζε if it was snowing, Hdt.

ShortDef

to snow upon, cover with snow

Debugging

Headword:
χιονίζω
Headword (normalized):
χιονίζω
Headword (normalized/stripped):
χιονιζω
IDX:
35742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35783
Key:
xioni/zw

Data

{'content': 'χιονίζω\n χιονίζω,\n to snow upon, cover with snow: impers., ἐχιόνιζε τὴν χώρην it was snowing over the country, Hdt.: εἰ ἐχιόνιζε if it was snowing, Hdt.', 'key': 'xioni/zw'}