Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χιλιοτάλαντος
χιλός
χιλόω
Χιλώνειος
χίμαιρα
χιμαιροθύτης
χιμαιροφόνος
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
χιόνεος
χιονίζω
χιονόβλητος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
View word page
χίμετλον
χίμετλον χίμετλον, ου, τό, χιών a chilblain, kibe, Lat. pernio, Ar.
ShortDef
a chilblain, kibe
Debugging
Headword:
χίμετλον
Headword (normalized):
χίμετλον
Headword (normalized/stripped):
χιμετλον
IDX:
35739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35780
Key:
xi/metlon
Data
{'content': 'χίμετλον\n χίμετλον, ου, τό,\n χιών\n a chilblain, kibe, Lat. pernio, Ar.', 'key': 'xi/metlon'}