Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χιλιοστύς
χιλιοτάλαντος
χιλός
χιλόω
Χιλώνειος
χίμαιρα
χιμαιροθύτης
χιμαιροφόνος
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
χιόνεος
χιονίζω
χιονόβλητος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
View word page
χιμαροσφακτήρ
χιμαροσφακτήρ χῐμᾰρο-σφακτήρ, ῆρος, ὁ, σφάζω a goat-slayer, Anth.
ShortDef
a goat-slayer
Debugging
Headword:
χιμαροσφακτήρ
Headword (normalized):
χιμαροσφακτήρ
Headword (normalized/stripped):
χιμαροσφακτηρ
IDX:
35738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35779
Key:
ximarosfakth/r
Data
{'content': 'χιμαροσφακτήρ\n χῐμᾰρο-σφακτήρ, ῆρος, ὁ,\n σφάζω\n a goat-slayer, Anth.', 'key': 'ximarosfakth/r'}