Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χιλιοστός
χιλιοστύς
χιλιοτάλαντος
χιλός
χιλόω
Χιλώνειος
χίμαιρα
χιμαιροθύτης
χιμαιροφόνος
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
χιόνεος
χιονίζω
χιονόβλητος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
View word page
χίμαρος
χίμαρος .χίμᾰρος (ῐ), ὁ, a he-goat, Lat. caper, = τράγος, Ar., Theocr. also fem. = χίμαιρα, Theocr., Anth.
ShortDef
a he-goat
Debugging
Headword:
χίμαρος
Headword (normalized):
χίμαρος
Headword (normalized/stripped):
χιμαρος
IDX:
35737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35778
Key:
xi/maros
Data
{'content': 'χίμαρος\n .χίμᾰρος (ῐ), ὁ,\n a he-goat, Lat. caper, = τράγος, Ar., Theocr.\n also fem. = χίμαιρα, Theocr., Anth.', 'key': 'xi/maros'}