Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χίλιος
χιλιοστός
χιλιοστύς
χιλιοτάλαντος
χιλός
χιλόω
Χιλώνειος
χίμαιρα
χιμαιροθύτης
χιμαιροφόνος
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
χιόνεος
χιονίζω
χιονόβλητος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
View word page
χιμάραρχος
χιμάραρχος χῐμάρ-αρχος, ὁ, goat-leader, τράγος χ. the he-goat that leads the flock, Anth.

ShortDef

goat-leader

Debugging

Headword:
χιμάραρχος
Headword (normalized):
χιμάραρχος
Headword (normalized/stripped):
χιμαραρχος
IDX:
35736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35777
Key:
xima/rarxos

Data

{'content': 'χιμάραρχος\n χῐμάρ-αρχος, ὁ,\n goat-leader, τράγος χ. the he-goat that leads the flock, Anth.', 'key': 'xima/rarxos'}