Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χιλιόπαλαι
χίλιος
χιλιοστός
χιλιοστύς
χιλιοτάλαντος
χιλός
χιλόω
Χιλώνειος
χίμαιρα
χιμαιροθύτης
χιμαιροφόνος
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
χιόνεος
χιονίζω
χιονόβλητος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
View word page
χιμαιροφόνος
χιμαιροφόνος χῐμαιρο-φόνος, ον, *φένω goat-slaying, Anth.

ShortDef

goat-slaying

Debugging

Headword:
χιμαιροφόνος
Headword (normalized):
χιμαιροφόνος
Headword (normalized/stripped):
χιμαιροφονος
IDX:
35735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35776
Key:
ximairofo/nos

Data

{'content': 'χιμαιροφόνος\n χῐμαιρο-φόνος, ον,\n *φένω\n goat-slaying, Anth.', 'key': 'ximairofo/nos'}