Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χιλιέτης
χίλιοι
χιλιόναυς
χιλιοναύτης
χιλιόπαλαι
χίλιος
χιλιοστός
χιλιοστύς
χιλιοτάλαντος
χιλός
χιλόω
Χιλώνειος
χίμαιρα
χιμαιροθύτης
χιμαιροφόνος
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
χιόνεος
View word page
χιλόω
χιλόω from χιλός χῑλόω, fut. -ώσω to feed horses in stall, Xen.

ShortDef

to feed

Debugging

Headword:
χιλόω
Headword (normalized):
χιλόω
Headword (normalized/stripped):
χιλοω
IDX:
35731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35772
Key:
xilo/w

Data

{'content': 'χιλόω\n from χιλός\n χῑλόω,\n fut. -ώσω\n to feed horses in stall, Xen.', 'key': 'xilo/w'}