Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χιλιάς
χιλιέτης
χίλιοι
χιλιόναυς
χιλιοναύτης
χιλιόπαλαι
χίλιος
χιλιοστός
χιλιοστύς
χιλιοτάλαντος
χιλός
χιλόω
Χιλώνειος
χίμαιρα
χιμαιροθύτης
χιμαιροφόνος
χιμάραρχος
χίμαρος
χιμαροσφακτήρ
χίμετλον
Χιογενής
View word page
χιλός
χιλός .χιλός, οῦ, ὁ, green fodder for cattle, forage, provender, Hdt., Xen.; προέρχεσθαι ἐπὶ χιλόν to go on to forage, Xen.:— χ. ξηρός hay, Xen.

ShortDef

green fodder for cattle, forage, provender

Debugging

Headword:
χιλός
Headword (normalized):
χιλός
Headword (normalized/stripped):
χιλος
IDX:
35730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35771
Key:
xilo/s

Data

{'content': 'χιλός\n .χιλός, οῦ, ὁ,\n green fodder for cattle, forage, provender, Hdt., Xen.; προέρχεσθαι ἐπὶ χιλόν to go on to forage, Xen.:— χ. ξηρός hay, Xen.', 'key': 'xilo/s'}