Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χθαμαλός
χθεσινός
χθές
χθιζινός
χθιζός
χθόνιος
χθονοστιβής
χθονοτρεφής
χθών
χῖδρον
χιλιαρχέω
χιλιάρχης
χιλιαρχία
χιλίαρχος
χιλιάς
χιλιέτης
χίλιοι
χιλιόναυς
χιλιοναύτης
χιλιόπαλαι
χίλιος
View word page
χιλιαρχέω
χιλιαρχέω χῑλιαρχέω, fut. -ήσω to be a χιλίαρχος, Plut.
ShortDef
to be a χιλίαρχος
Debugging
Headword:
χιλιαρχέω
Headword (normalized):
χιλιαρχέω
Headword (normalized/stripped):
χιλιαρχεω
IDX:
35716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35757
Key:
xiliarxe/w
Data
{'content': 'χιλιαρχέω\n χῑλιαρχέω,\n fut. -ήσω\n to be a χιλίαρχος, Plut.', 'key': 'xiliarxe/w'}