Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χήρειος
χηρεύω
χηρόω
χηρωσταί
χῆτος
χητοσύνη
χθαμαλός
χθεσινός
χθές
χθιζινός
χθιζός
χθόνιος
χθονοστιβής
χθονοτρεφής
χθών
χῖδρον
χιλιαρχέω
χιλιάρχης
χιλιαρχία
χιλίαρχος
χιλιάς
View word page
χθιζός
χθιζός χθιζός, ή, όν χθές of yesterday, τὸ χθιζὸν χρεῖος their yesterdayʼs debt, Il.; ὁ χθ. πόνος yesterdayʼs labour, Hdt.; in adverb. sense, with Verbs, χθιζὸς ἔβη he went yesterday, Il.; χθ. ἤλυθες Od., etc.:—neut. χθιζόν as adv. = χθές, Hom.; so pl. χθιζά, v. πρώιζος.

ShortDef

of yesterday

Debugging

Headword:
χθιζός
Headword (normalized):
χθιζός
Headword (normalized/stripped):
χθιζος
IDX:
35710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35751
Key:
xqizo/s

Data

{'content': 'χθιζός\n χθιζός, ή, όν\n χθές\n of yesterday, τὸ χθιζὸν χρεῖος their yesterdayʼs debt, Il.; ὁ χθ. πόνος yesterdayʼs labour, Hdt.; in adverb. sense, with Verbs, χθιζὸς ἔβη he went yesterday, Il.; χθ. ἤλυθες Od., etc.:—neut. χθιζόν as adv. = χθές, Hom.; so pl. χθιζά, v. πρώιζος.', 'key': 'xqizo/s'}