Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χηναλώπηξ
χήνειος
χηνίσκος
χήν
χηραμός
χήρα
χηρεία
χήρειος
χηρεύω
χηρόω
χηρωσταί
χῆτος
χητοσύνη
χθαμαλός
χθεσινός
χθές
χθιζινός
χθιζός
χθόνιος
χθονοστιβής
χθονοτρεφής
View word page
χηρωσταί
χηρωσταί χηρωσταί, ῶν, οἱ, χηρόω kinsmen, who divide the property of one who dies without heirs (χῆρος) Il.

ShortDef

kinsmen

Debugging

Headword:
χηρωσταί
Headword (normalized):
χηρωσταί
Headword (normalized/stripped):
χηρωσται
IDX:
35703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35743
Key:
xhrwstai/

Data

{'content': 'χηρωσταί\n χηρωσταί, ῶν, οἱ,\n χηρόω\n kinsmen, who divide the property of one who dies without heirs (χῆρος) Il.', 'key': 'xhrwstai/'}