Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χηλεύω
χηλή
χηλός
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνίσκος
χήν
χηραμός
χήρα
χηρεία
χήρειος
χηρεύω
χηρόω
χηρωσταί
χῆτος
χητοσύνη
χθαμαλός
χθεσινός
χθές
χθιζινός
χθιζός
View word page
χήρειος
χήρειος χήρειος, α, ον χήρα widowed, Anth.

ShortDef

widowed

Debugging

Headword:
χήρειος
Headword (normalized):
χήρειος
Headword (normalized/stripped):
χηρειος
IDX:
35700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35740
Key:
xh/reios

Data

{'content': 'χήρειος\n χήρειος, α, ον\n χήρα\n widowed, Anth.', 'key': 'xh/reios'}