Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνίσκος
χήν
χηραμός
χήρα
χηρεία
χήρειος
χηρεύω
χηρόω
χηρωσταί
χῆτος
χητοσύνη
χθαμαλός
χθεσινός
χθές
χθιζινός
View word page
χηρεία
χηρεία χηρεία, ἡ, χηρεύω widowhood, Thuc.
ShortDef
widowhood
Debugging
Headword:
χηρεία
Headword (normalized):
χηρεία
Headword (normalized/stripped):
χηρεια
IDX:
35699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35739
Key:
xhrei/a
Data
{'content': 'χηρεία\n χηρεία, ἡ,\n χηρεύω\n widowhood, Thuc.', 'key': 'xhrei/a'}