Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χέω
χηλαργός
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνίσκος
χήν
χηραμός
χήρα
χηρεία
χήρειος
χηρεύω
χηρόω
χηρωσταί
χῆτος
χητοσύνη
χθαμαλός
χθεσινός
View word page
χηραμός
χηραμός χηρᾰμός, οῦ, ὁ, = χειά a hole, cleft, hollow, Il.;of a mouseʼs hole, Babr.
ShortDef
a hole, cleft, hollow
Debugging
Headword:
χηραμός
Headword (normalized):
χηραμός
Headword (normalized/stripped):
χηραμος
IDX:
35697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35737
Key:
xhramo/s
Data
{'content': 'χηραμός\n χηρᾰμός, οῦ, ὁ,\n = χειά\n a hole, cleft, hollow, Il.;of a mouseʼs hole, Babr.', 'key': 'xhramo/s'}