Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χερύδριον
χεσείω
χεῦμα
χέω
χηλαργός
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνίσκος
χήν
χηραμός
χήρα
χηρεία
χήρειος
χηρεύω
χηρόω
χηρωσταί
χῆτος
View word page
χήνειος
χήνειος χήνειος, α, ον of or belonging to a goose, Lat. anserinus, Hdt.

ShortDef

of or belonging to a goose

Debugging

Headword:
χήνειος
Headword (normalized):
χήνειος
Headword (normalized/stripped):
χηνειος
IDX:
35694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35734
Key:
xh/neios

Data

{'content': 'χήνειος\n χήνειος, α, ον\n of or belonging to a goose, Lat. anserinus, Hdt.', 'key': 'xh/neios'}