Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χερσόνησος
χέρσος
χερύδριον
χεσείω
χεῦμα
χέω
χηλαργός
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνίσκος
χήν
χηραμός
χήρα
χηρεία
χήρειος
χηρεύω
χηρόω
View word page
χηλός
χηλός χηλός, οῦ, a large chest or coffer, Hom., Theocr.

ShortDef

a large chest

Debugging

Headword:
χηλός
Headword (normalized):
χηλός
Headword (normalized/stripped):
χηλος
IDX:
35692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35732
Key:
xhlo/s

Data

{'content': 'χηλός\n χηλός, οῦ,\n a large chest or coffer, Hom., Theocr.', 'key': 'xhlo/s'}