Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χερσονησίτης
χερσονησοειδής
χερσόνησος
χέρσος
χερύδριον
χεσείω
χεῦμα
χέω
χηλαργός
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνίσκος
χήν
χηραμός
χήρα
χηρεία
χήρειος
View word page
χηλεύω
χηλεύω χηλεύω, χηλή III to net, plait, Eupol.

ShortDef

to net, plait

Debugging

Headword:
χηλεύω
Headword (normalized):
χηλεύω
Headword (normalized/stripped):
χηλευω
IDX:
35690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35730
Key:
xhleu/w

Data

{'content': 'χηλεύω\n χηλεύω,\n χηλή III\n to net, plait, Eupol.', 'key': 'xhleu/w'}