Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χερσονήσιος
χερσονησίτης
χερσονησοειδής
χερσόνησος
χέρσος
χερύδριον
χεσείω
χεῦμα
χέω
χηλαργός
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνίσκος
χήν
χηραμός
χήρα
χηρεία
View word page
χηλευτός
χηλευτός χηλευτός, ή, όν verb. adj. netted, plaited, Hdt. from χηλεύω
ShortDef
netted, plaited
Debugging
Headword:
χηλευτός
Headword (normalized):
χηλευτός
Headword (normalized/stripped):
χηλευτος
IDX:
35689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35729
Key:
xhleuto/s
Data
{'content': 'χηλευτός\n χηλευτός, ή, όν\n verb. adj.\n netted, plaited, Hdt.\n from χηλεύω', 'key': 'xhleuto/s'}