Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χερσονησίζω
χερσονήσιος
χερσονησίτης
χερσονησοειδής
χερσόνησος
χέρσος
χερύδριον
χεσείω
χεῦμα
χέω
χηλαργός
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνίσκος
χήν
χηραμός
χήρα
View word page
χηλαργός
χηλαργός , Doric χᾱλ-αργός, ον, χηλή with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, Soph.

ShortDef

with fleet hoofs

Debugging

Headword:
χηλαργός
Headword (normalized):
χηλαργός
Headword (normalized/stripped):
χηλαργος
IDX:
35688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35728
Key:
xh/largos

Data

{'content': 'χηλαργός\n , Doric χᾱλ-αργός, ον,\n χηλή\n with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, Soph.', 'key': 'xh/largos'}