Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χερσόθι
χέρσονδε
χερσονησίζω
χερσονήσιος
χερσονησίτης
χερσονησοειδής
χερσόνησος
χέρσος
χερύδριον
χεσείω
χεῦμα
χέω
χηλαργός
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χηλός
χηναλώπηξ
χήνειος
χηνίσκος
χήν
View word page
χεῦμα
χεῦμα χεῦμα, ατος, τό, χέω that which is poured, a stream, Il., Trag. that into which water is poured, a bowl, Hdt.
ShortDef
that which is poured, a stream
Debugging
Headword:
χεῦμα
Headword (normalized):
χεῦμα
Headword (normalized/stripped):
χευμα
IDX:
35686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35726
Key:
xeu=ma
Data
{'content': 'χεῦμα\n χεῦμα, ατος, τό,\n χέω\n that which is poured, a stream, Il., Trag.\n that into which water is poured, a bowl, Hdt.', 'key': 'xeu=ma'}