Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χερόπληκτος
χερρόνησος
χερσαῖος
χερσεύω
χερσόθεν
χερσόθι
χέρσονδε
χερσονησίζω
χερσονήσιος
χερσονησίτης
χερσονησοειδής
χερσόνησος
χέρσος
χερύδριον
χεσείω
χεῦμα
χέω
χηλαργός
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
View word page
χερσονησοειδής
χερσονησοειδής εἶδος like a peninsula, peninsular, of Mount Athos, Hdt.

ShortDef

like a peninsula, peninsular

Debugging

Headword:
χερσονησοειδής
Headword (normalized):
χερσονησοειδής
Headword (normalized/stripped):
χερσονησοειδης
IDX:
35681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35721
Key:
xersonhsoeidh/s

Data

{'content': 'χερσονησοειδής\n εἶδος\n like a peninsula, peninsular, of Mount Athos, Hdt.', 'key': 'xersonhsoeidh/s'}