Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χερμάς
χερμαστήρ
χερνής
χερνήτης
χερνητικός
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χερομυσής
χερόπληκτος
χερρόνησος
χερσαῖος
χερσεύω
χερσόθεν
χερσόθι
χέρσονδε
χερσονησίζω
χερσονήσιος
χερσονησίτης
χερσονησοειδής
View word page
χερόπληκτος
χερόπληκτος χερό-πληκτος, ον, stricken by the hand, χερόπληκτοι δοῦποι the sound of beating with the hand, Soph.

ShortDef

stricken by the hand

Debugging

Headword:
χερόπληκτος
Headword (normalized):
χερόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
χεροπληκτος
IDX:
35671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35711
Key:
xero/plhktos

Data

{'content': 'χερόπληκτος\n χερό-πληκτος, ον,\n stricken by the hand, χερόπληκτοι δοῦποι the sound of beating with the hand, Soph.', 'key': 'xero/plhktos'}