Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χερμάδιον
χερμάς
χερμαστήρ
χερνής
χερνήτης
χερνητικός
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χερομυσής
χερόπληκτος
χερρόνησος
χερσαῖος
χερσεύω
χερσόθεν
χερσόθι
χέρσονδε
χερσονησίζω
χερσονήσιος
χερσονησίτης
View word page
χερομυσής
χερομυσής χερο-μῠσής, ές μύσος defiling the hand, Aesch.

ShortDef

defiling the hand

Debugging

Headword:
χερομυσής
Headword (normalized):
χερομυσής
Headword (normalized/stripped):
χερομυσης
IDX:
35670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35710
Key:
xeromush/s

Data

{'content': 'χερομυσής\n χερο-μῠσής, ές\n μύσος\n defiling the hand, Aesch.', 'key': 'xeromush/s'}