Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χέραδος
χερείων
χεριάρης
χεριφυρής
χερμάδιον
χερμάς
χερμαστήρ
χερνής
χερνήτης
χερνητικός
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χερομυσής
χερόπληκτος
χερρόνησος
χερσαῖος
χερσεύω
χερσόθεν
χερσόθι
View word page
χερνῆτις
χερνῆτις χερνῆτις, ιδος, fem. of χερνήτης a woman that spins for daily hire, Il.

ShortDef

a woman that spins for daily hire

Debugging

Headword:
χερνῆτις
Headword (normalized):
χερνῆτις
Headword (normalized/stripped):
χερνητις
IDX:
35666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35706
Key:
xernh=tis

Data

{'content': 'χερνῆτις\n χερνῆτις, ιδος,\n fem. of χερνήτης\n a woman that spins for daily hire, Il.', 'key': 'xernh=tis'}