Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χέννιον
χέραδος
χερείων
χεριάρης
χεριφυρής
χερμάδιον
χερμάς
χερμαστήρ
χερνής
χερνήτης
χερνητικός
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χερομυσής
χερόπληκτος
χερρόνησος
χερσαῖος
χερσεύω
χερσόθεν
View word page
χερνητικός
χερνητικός from χερνήτης χερνητικός, ή, όν of or for a day-labourer: τὸ χ., the proletariate, Arist.

ShortDef

of or for a day labourer

Debugging

Headword:
χερνητικός
Headword (normalized):
χερνητικός
Headword (normalized/stripped):
χερνητικος
IDX:
35665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35705
Key:
xernhtiko/s

Data

{'content': 'χερνητικός\n from χερνήτης\n χερνητικός, ή, όν\n of or for a day-labourer: τὸ χ., the proletariate, Arist.', 'key': 'xernhtiko/s'}