Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χελώνη
χέννιον
χέραδος
χερείων
χεριάρης
χεριφυρής
χερμάδιον
χερμάς
χερμαστήρ
χερνής
χερνήτης
χερνητικός
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χερομυσής
χερόπληκτος
χερρόνησος
χερσαῖος
χερσεύω
View word page
χερνήτης
χερνήτης = χερνής, Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χερνήτης
Headword (normalized):
χερνήτης
Headword (normalized/stripped):
χερνητης
IDX:
35664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35704
Key:
xernh/ths

Data

{'content': 'χερνήτης\n = χερνής, Aesch.', 'key': 'xernh/ths'}