Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χελιδονίς
χελιδών
χελύνη
χέλυς
χελώνη
χέννιον
χέραδος
χερείων
χεριάρης
χεριφυρής
χερμάδιον
χερμάς
χερμαστήρ
χερνής
χερνήτης
χερνητικός
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χερομυσής
View word page
χερμάδιον
χερμάδιον χερμάδιον (ᾰ), ου, τό, a large stone, a boulder, used as a missile, Hom. deriv. uncertain
ShortDef
a large stone, a boulder
Debugging
Headword:
χερμάδιον
Headword (normalized):
χερμάδιον
Headword (normalized/stripped):
χερμαδιον
IDX:
35660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35700
Key:
xerma/dion
Data
{'content': 'χερμάδιον\n χερμάδιον (ᾰ), ου, τό,\n a large stone, a boulder, used as a missile, Hom.\n deriv. uncertain', 'key': 'xerma/dion'}