Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χελιδόνιος
χελιδόνισμα
χελιδονίς
χελιδών
χελύνη
χέλυς
χελώνη
χέννιον
χέραδος
χερείων
χεριάρης
χεριφυρής
χερμάδιον
χερμάς
χερμαστήρ
χερνής
χερνήτης
χερνητικός
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
View word page
χεριάρης
χεριάρης χερι-άρης (ᾰ), ου, ὁ, ἀραρίσκω skilled in fitting with the hand, dexterous, Pind.
ShortDef
skilled in fitting with the hand, dexterous
Debugging
Headword:
χεριάρης
Headword (normalized):
χεριάρης
Headword (normalized/stripped):
χεριαρης
IDX:
35658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35698
Key:
xeria/rhs
Data
{'content': 'χεριάρης\n χερι-άρης (ᾰ), ου, ὁ,\n ἀραρίσκω\n skilled in fitting with the hand, dexterous, Pind.', 'key': 'xeria/rhs'}