Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χελεύς
χελιδόνειος
χελιδόνιον
χελιδόνιος
χελιδόνισμα
χελιδονίς
χελιδών
χελύνη
χέλυς
χελώνη
χέννιον
χέραδος
χερείων
χεριάρης
χεριφυρής
χερμάδιον
χερμάς
χερμαστήρ
χερνής
χερνήτης
χερνητικός
View word page
χέννιον
χέννιον χέννιον, ου, τό, a kind of quail, Anth.

ShortDef

quail

Debugging

Headword:
χέννιον
Headword (normalized):
χέννιον
Headword (normalized/stripped):
χεννιον
IDX:
35655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35695
Key:
xe/nnion

Data

{'content': 'χέννιον\n χέννιον, ου, τό,\n a kind of quail, Anth.', 'key': 'xe/nnion'}