Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χειρουργός
χειρόω
χείρ
χείρωμα
χειρωναξία
χειρῶναξ
Χειρωνίς
χείρων
Χείρων
χελεύς
χελιδόνειος
χελιδόνιον
χελιδόνιος
χελιδόνισμα
χελιδονίς
χελιδών
χελύνη
χέλυς
χελώνη
χέννιον
χέραδος
View word page
χελιδόνειος
χελιδόνειος χελῑδόνειος, ον, v. χελιδόνιος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χελιδόνειος
Headword (normalized):
χελιδόνειος
Headword (normalized/stripped):
χελιδονειος
IDX:
35646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35686
Key:
xelido/neios
Data
{'content': 'χελιδόνειος\n χελῑδόνειος, ον,\n v. χελιδόνιος.', 'key': 'xelido/neios'}