Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειρουργικός
χειρουργός
χειρόω
χείρ
χείρωμα
χειρωναξία
χειρῶναξ
Χειρωνίς
χείρων
Χείρων
χελεύς
χελιδόνειος
χελιδόνιον
χελιδόνιος
χελιδόνισμα
χελιδονίς
χελιδών
χελύνη
χέλυς
χελώνη
χέννιον
View word page
χελεύς
χελεύς χελεύς, έως, ὁ, = χέλυς, Hesych.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χελεύς
Headword (normalized):
χελεύς
Headword (normalized/stripped):
χελευς
IDX:
35645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35685
Key:
xeleu/s

Data

{'content': 'χελεύς\n χελεύς, έως, ὁ,\n = χέλυς, Hesych.', 'key': 'xeleu/s'}