Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόω
χείρ
χείρωμα
χειρωναξία
χειρῶναξ
Χειρωνίς
χείρων
Χείρων
χελεύς
χελιδόνειος
χελιδόνιον
χελιδόνιος
χελιδόνισμα
χελιδονίς
χελιδών
View word page
χειρῶναξ
χειρῶναξ χειρ-ῶναξ, ακτος, one who is master of his hands, (ἄναξ τῶν χερῶν) , i. e. a handicraftsman, artisan, mechanic, Hdt.
ShortDef
one who is master of his hands
Debugging
Headword:
χειρῶναξ
Headword (normalized):
χειρῶναξ
Headword (normalized/stripped):
χειρωναξ
IDX:
35641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35681
Key:
xeirw=nac
Data
{'content': 'χειρῶναξ\n χειρ-ῶναξ, ακτος,\n one who is master of his hands, (ἄναξ τῶν χερῶν) , i. e. a handicraftsman, artisan, mechanic, Hdt.', 'key': 'xeirw=nac'}