Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόω
χείρ
χείρωμα
χειρωναξία
χειρῶναξ
Χειρωνίς
χείρων
Χείρων
χελεύς
χελιδόνειος
χελιδόνιον
χελιδόνιος
χελιδόνισμα
χελιδονίς
View word page
χειρωναξία
χειρωναξία from χειρῶναξ χειρωναξία, ἡ, handicraft, work, Hdt., Aesch.

ShortDef

handicraft, work

Debugging

Headword:
χειρωναξία
Headword (normalized):
χειρωναξία
Headword (normalized/stripped):
χειρωναξια
IDX:
35640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35680
Key:
xeirwnaci/a

Data

{'content': 'χειρωναξία\n from χειρῶναξ\n χειρωναξία, ἡ,\n handicraft, work, Hdt., Aesch.', 'key': 'xeirwnaci/a'}