Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀξιοτέκμαρτος
ἀξιοφίλητος
ἀξιόχρεως
ἀξιόω
ἀξίωμα
ἀξίωσις
ἀξόανος
ἀξόνιος
ἀξυγκρότητος
ἄξυλος
ἀξύστατος
ἄξων
ἄοζος
ἀοιδή
ἀοιδιάω
ἀοίδιμος
ἀοιδοθέτης
ἀοιδομάχος
ἀοιδοπόλος
ἀοιδός
ἀοιδοτόκος
View word page
ἀξύστατος
ἀξύστατος v. ἀσύστατος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀξύστατος
Headword (normalized):
ἀξύστατος
Headword (normalized/stripped):
αξυστατος
IDX:
3567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3568
Key:
a)cu/statos

Data

{'content': 'ἀξύστατος\n v. ἀσύστατος', 'key': 'a)cu/statos'}