Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόω
χείρ
χείρωμα
χειρωναξία
χειρῶναξ
Χειρωνίς
χείρων
Χείρων
χελεύς
χελιδόνειος
χελιδόνιον
χελιδόνιος
χελιδόνισμα
View word page
χείρωμα
χείρωμα from χειρόω χείρωμα, ατος, τό, that which is conquered, a conquest, Aesch. a deed of violence, assault, Soph. a work wrought by the hand, τυμβοχόα χ., of earth thrown up, Aesch.

ShortDef

that which is conquered, a conquest

Debugging

Headword:
χείρωμα
Headword (normalized):
χείρωμα
Headword (normalized/stripped):
χειρωμα
IDX:
35639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35679
Key:
xei/rwma

Data

{'content': 'χείρωμα\n from χειρόω\n χείρωμα, ατος, τό,\n that which is conquered, a conquest, Aesch.\n a deed of violence, assault, Soph.\n a work wrought by the hand, τυμβοχόα χ., of earth thrown up, Aesch.', 'key': 'xei/rwma'}