Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόω
χείρ
χείρωμα
χειρωναξία
χειρῶναξ
Χειρωνίς
χείρων
Χείρων
χελεύς
χελιδόνειος
View word page
χειρουργός
χειρουργός χειρ-ουργός, όν *ἔργω doing by hand, Plut. χειρουργός, οῦ, a chirurgeon, surgeon, Plut., Anth.
ShortDef
doing by hand
Debugging
Headword:
χειρουργός
Headword (normalized):
χειρουργός
Headword (normalized/stripped):
χειρουργος
IDX:
35636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35676
Key:
xeirourgo/s
Data
{'content': 'χειρουργός\n χειρ-ουργός, όν\n *ἔργω\n doing by hand, Plut.\n χειρουργός, οῦ, a chirurgeon, surgeon, Plut., Anth.', 'key': 'xeirourgo/s'}