Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόω
χείρ
χείρωμα
χειρωναξία
χειρῶναξ
Χειρωνίς
χείρων
Χείρων
χελεύς
View word page
χειρουργικός
χειρουργικός χειρουργικός, ή, όν of or for handiwork, Arist.

ShortDef

of or for handiwork, dexterity

Debugging

Headword:
χειρουργικός
Headword (normalized):
χειρουργικός
Headword (normalized/stripped):
χειρουργικος
IDX:
35635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35675
Key:
xeirourgiko/s

Data

{'content': 'χειρουργικός\n χειρουργικός, ή, όν\n of or for handiwork, Arist.', 'key': 'xeirourgiko/s'}