Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόω
χείρ
χείρωμα
χειρωναξία
χειρῶναξ
Χειρωνίς
χείρων
Χείρων
View word page
χειρουργία
χειρουργία χειρουργία, ἡ, from χειρουργέω a working by hand, practice of a handicraft or art, skill herein, Plat., etc. a handicraft, Plat.:—esp. the practice of chirurgery, surgery.

ShortDef

a working by hand, practice of a handicraft

Debugging

Headword:
χειρουργία
Headword (normalized):
χειρουργία
Headword (normalized/stripped):
χειρουργια
IDX:
35634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35674
Key:
xeirourgi/a

Data

{'content': 'χειρουργία\n χειρουργία, ἡ,\n from χειρουργέω\n a working by hand, practice of a handicraft or art, skill herein, Plat., etc.\n a handicraft, Plat.:—esp. the practice of chirurgery, surgery.', 'key': 'xeirourgi/a'}