Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειρότερος
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόω
χείρ
χείρωμα
χειρωναξία
χειρῶναξ
Χειρωνίς
χείρων
View word page
χειρούργημα
χειρούργημα from χειρουργέω χειρούργημα, ατος, τό, handiwork, Plat.

ShortDef

handiwork

Debugging

Headword:
χειρούργημα
Headword (normalized):
χειρούργημα
Headword (normalized/stripped):
χειρουργημα
IDX:
35633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35673
Key:
xeirou/rghma

Data

{'content': 'χειρούργημα\n from χειρουργέω\n χειρούργημα, ατος, τό,\n handiwork, Plat.', 'key': 'xeirou/rghma'}