Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειροτένων
χειρότερος
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόω
χείρ
χείρωμα
χειρωναξία
χειρῶναξ
Χειρωνίς
View word page
χειρουργέω
χειρουργέω χειρουργέω, χειρουργός to do with the hand, execute, esp. of acts of violence, Thuc., Aeschin. to have in hand, pursue practically, Arist.

ShortDef

to do with the hand, execute

Debugging

Headword:
χειρουργέω
Headword (normalized):
χειρουργέω
Headword (normalized/stripped):
χειρουργεω
IDX:
35632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35672
Key:
xeirourge/w

Data

{'content': 'χειρουργέω\n χειρουργέω,\n χειρουργός\n to do with the hand, execute, esp. of acts of violence, Thuc., Aeschin.\n to have in hand, pursue practically, Arist.', 'key': 'xeirourge/w'}