Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροτένων
χειρότερος
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόω
χείρ
χείρωμα
View word page
χειροτονητός
χειροτονητός χειροτονητός, ή, όν verb. adj. of χειροτονέω elected by show of hands, Aeschin.; ἀρχὴ χ. an elective magistracy, opp. to κληρωτή, Aeschin.

ShortDef

elected by show of hands

Debugging

Headword:
χειροτονητός
Headword (normalized):
χειροτονητός
Headword (normalized/stripped):
χειροτονητος
IDX:
35629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35669
Key:
xeirotonhto/s

Data

{'content': 'χειροτονητός\n χειροτονητός, ή, όν\n verb. adj. of χειροτονέω\n elected by show of hands, Aeschin.; ἀρχὴ χ. an elective magistracy, opp. to κληρωτή, Aeschin.', 'key': 'xeirotonhto/s'}