χειροτονητός
χειροτονητός, ή, όν
verb. adj. of χειροτονέω
elected by show of hands, Aeschin.; ἀρχὴ χ. an elective magistracy, opp. to κληρωτή, Aeschin.
{'content': 'χειροτονητός\n χειροτονητός, ή, όν\n verb. adj. of χειροτονέω\n elected by show of hands, Aeschin.; ἀρχὴ χ. an elective magistracy, opp. to κληρωτή, Aeschin.', 'key': 'xeirotonhto/s'}