Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειρονομέω
χειρονομία
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροτένων
χειρότερος
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
χειρόω
View word page
χειροτεχνικός
χειροτεχνικός χειροτεχνικός, ή, όν from χειροτέχνης of or for handicraft, skilful, χειροτεχνικώτατος Ar. of artisans, Plat.

ShortDef

of or for handicraft, skilful

Debugging

Headword:
χειροτεχνικός
Headword (normalized):
χειροτεχνικός
Headword (normalized/stripped):
χειροτεχνικος
IDX:
35627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35667
Key:
xeirotexniko/s

Data

{'content': 'χειροτεχνικός\n χειροτεχνικός, ή, όν\n from χειροτέχνης\n of or for handicraft, skilful, χειροτεχνικώτατος Ar.\n of artisans, Plat.', 'key': 'xeirotexniko/s'}