Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειρομύλη
χειρονομέω
χειρονομία
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροτένων
χειρότερος
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
χειρουργικός
χειρουργός
View word page
χειροτεχνία
χειροτεχνία from χειροτέχνης χειροτεχνία, ἡ, handicraft, Plat.

ShortDef

handicraft

Debugging

Headword:
χειροτεχνία
Headword (normalized):
χειροτεχνία
Headword (normalized/stripped):
χειροτεχνια
IDX:
35626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35666
Key:
xeirotexni/a

Data

{'content': 'χειροτεχνία\n from χειροτέχνης\n χειροτεχνία, ἡ,\n handicraft, Plat.', 'key': 'xeirotexni/a'}